πηγεσίμαλλος

πηγεσίμαλλος
πηγεσίμαλλος [pron. full] [ῐ], ον,
A thick-fleeced,

ἀρνειός Il.3.197

; cf. πηγός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηγεσίμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσίμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγνυμι*, με παρέκταση εσι κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • πηγεσίμαλλον — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσιμάλλων — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσιμάλλῳ — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσίμαλλα — πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγόμαλλος — ον, Μ πηγεσίμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”